κλαδάσσομαι

κλαδάσσομαι
κλᾰδάσσομαι, [voice] Pass.,
A rush violently, surge,

αἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων Emp.100.22

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κλαδάσσομαι — (Α) κινούμαι με ορμή («αἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων», Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από το θ. τού κλαδαρός «εύθραυστος». Για τη σημ. βλ. λ. κλαδαρός] …   Dictionary of Greek

  • κλαδασσόμενον — κλαδάσσομαι rush violently pres part mp masc acc sg κλαδάσσομαι rush violently pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαδαρός — κλαδαρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που σπάει εύκολα, εύθραυστος («τὰ δὲ δόρατα... λεπτά καὶ κλαδαρά ποιοῡντες», Πολ.) 2. μτφ. ηδυπαθής, ερωτόληπτος («κλαδαρὰς ὄψεις», Κλήμ.) 3. κυματοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλα δ αρός. Η ρίζα θα πρέπει να είναι τού ρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”